ἀιδάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀιδάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀιδάρω Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. κ. ἀ. ἀδιˬάρω Κρήτ. Σίφν. ’διˬάρω Σίφν. ἀιτάρω Κέρκ. Μεγίστ. Παξ. ἀιδέρνω Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. ἀιτέρνω Μεγίστ. ἀιδαρίξω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. aidar. Τὸ ἀιτάρω ἐκ τοῦ Ἰταλ. aitare. Ἡ λ. καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρόλογ. στ. 129 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «θωρῶντας τσοι τέτοιας λοῆς κ’ ἐγὼ ἐιδάρισά τσοι».
Σημασιολογία
Βοηθῶ, ἐπικουρῶ ἔνθ’ ἀν.: Ἄdες νὰ τὴν ἀιδάρωμεν ν᾿ ἀποθερίσῃ Κρήτ. Ἀίδαρέ με ν᾽ ἀρμέξωμε αὐτόθ. Νά ᾽ρθῃς αὔριο νὰ μ᾿ ἀιδάρῃς ’ς τ’ ἀμπέλι Νάξ. Ἔλα ν᾿ ἀιδαριστοῦμε νὰ σκάψωμε τ᾿ ἀμπέλιˬα μας αὐτόθ. || Φρ. Ὁ Θεὸς ν᾿ σ᾿ ἀιδάρῃ! Κύθηρ. ᾎσμ. Ἅγιˬε Παντελεήμονα κιˬ ἅγιˬε ἁ-Στράτηγέ μου, ἀιδάρετέ με τ᾿ ὀρφανὸ νὰ χτίσω μοναστῆρι Κρήτ. Συνών. ἀγιˬουτάρω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA