αἰδέσιμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰδέσιμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἰδέσιμος ἐπίθ. κοιν. αἰνδέσιμος Σίφν.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. αἰδέσιμος.
Σημασιολογία
1. Σεβάσμιος, συνήθως ἐν τῷ ὑπερθετικῷ βαθμῷ αἰδεσιμώτατος ὡς τίτλος τῶν ἱερέων κοιν. β) Οὐσ., ἱερεύς, πρεσβύτερος Κεφαλλ. κ.ἀ.: Θὰ μεσιτέψῃ ὁ αἰδεσιμώτατος Κεφαλλ. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., τὸ αἰδέσιμον, ἡ ἱερότης (ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης) Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ.: Θὰ πιˬῇς γιˬὰ τὸ αἰδέσιμο τῆς ἡμέρας Κρήτ. Ἦρχε γιˬὰ τὸ αἰνδέσιμο τῆς ἡμέρας (ἦρχε = ἦλθε) Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA