αἰθέρας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰθέρας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

αἰθέρας ὁ, λόγ. σύνηθ. ἀθέρας Κρήτ. Πόντ. (Χαλδ.) Σάμ. αἰθέρα ἡ, Ἀντικύθ. Κρήτ. ἀθέρα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. αἰθήρ.

Σημασιολογία

1) Τοῦ ἀέρος τὰ ἀνώτερα καθαρὰ στρώματα, ὁ αἰθήρ, λόγ. σύνηθ. καὶ. Πόντ. (Χαλδ.): Ἡ συννεφιˬὰ ποῦ κρέμονταν ᾿ς τὸν αἰθέρα ΧΧριστοβασ. Διηγ. ξενιτ. 17 || Ποίημ. Τέτο͜ιο χῶμα ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα | τὴ μεγάλη τοῦ Χριστοῦ͵ ποῦ εἶχε φέρει ἀπ᾿ τὸν αἰθέρα | τιμὴ ἐμᾶς καὶ δόξα αὐτοῦ. ΔΣολωμ. 53 β) Ἐλαφρὸν ρεῦμα ἀέρος θερμὸν ἢ μολυσμένον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔναν ἀθέραν ἐντῶκε με (μὲ προσέβαλε) Τραπ. Χαλδ. Τῆ φωτίας ἀθέρα ἔρται οὓς ἀδακὰ (ἔρχεται ἕως ἐδῶ κοντὰ) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ὅλ’ τρώγ’νε τὸ ψωμίν ἀτουν ᾽ς σὸ φῶς καὶ ᾽ς σὴν ἡμέραν κ’ ἐγώ ὁ κακορρίζικος ᾽ς σῆ λαγουμί’ τὴν ἀθέραν Χαλδ. γ) Πᾶν διαυγὲς ἀντικείμενον Σίφν. 2) Τὸ πτητικὸν ὑγρὸν αἰθήρ, τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖται ὡς φάρμακον ἀναληπτικὸν ἢ ναρκωτικὸν λόγ. σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/