ἀκουλάνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουλάνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκουλάνευτος ἐπίθ. Πόντ (Κερασ. Τραπ.) ἀγουλάνευτος Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουλανευτὸς<κουλανεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ χρησιμοποιηθεὶς εἰσέτι, ἀμεταχείριστος, καινουργὴς ἔνθ᾽ ἀν : Ἀγουλάνευτον ἀξινάρ᾿-λῶμαν-μααίρ’ κττ. Χαλδ. Συνών. ἄγγιχτος 2, ἀγκαίνιˬαστος 2, ἀκουλάντιστος, ἀφόρετος, καινούργιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA