αἰθρία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰθρία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἰθρία ἡ, ἀμάρτ. αἴθρ Πόντ. (Τραπ.) αἴχτρ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Χρονολόγηση
Αρχαιο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἰθρία.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνέφελος καὶ καθαρὸς οὐρανός, αἰθρία ἔνθ’ ἀν.: Ὀσήμερον ἐγέντον αἴχτρ Τραπ. Αἴχτρ κάντρος ἔν᾽ (εἶναι αἰθρία λάμπουσα ὡς κάτοπτρον) Σάντ. 2) Τὸ ὕπαιθρον Πόντ. (Τραπ.): ᾿Εκάθουν ἐντάμαν ᾽ς σὴν αἴθρν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA