ἀγριοφρόκαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοφρόκαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοφρόκαλο τό, Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. φρόκαλο.

Σημασιολογία

1) Τὸ φρύγανον θυμελαία ἢ δασεῖα (thymelaea hirsuta) τῆς τάξεως τῶν θυμελαιωδῶν (thymelaeaceae), πιθανῶς ὁ μέλας κνέωρος τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. φυτ. 6, 2, 2), χρήσιμον πρὸς κατασκευὴν σαρώθρων. 2) Σάρωθρον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ φυτοῦ ἀγριοφρόκαλο. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. φρόκαλο. 1) Τὸ φρύγανον θυμελαία ἢ δασεῖα (thymelaea hirsuta) τῆς τάξεως τῶν θυμελαιωδῶν (thymelaeaceae), πιθανῶς ὁ μέλας κνέωρος τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. φυτ. 6, 2, 2), χρήσιμον πρὸς κατασκευὴν σαρώθρων. 2) Σάρωθρον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ φυτοῦ ἀγριοφρόκαλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/