ἀκουμαντάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουμαντάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκουμαντάριστος ἐπίθ. Ἄνδρ. (Κόρθ.) Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) ἀκ’μαdάρ'στους Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουμανταριστὸς<κουμαντάρω κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγόμενα.
Σημασιολογία
1) ’Ανεπιτήδειος, ἀνίκανος Ἴμβρ. 2) Ὁ μὴ τυχὼν περιποιήσεως Ἄνδρ. (Κόρθ.) : ’Αιλάδα ἀκουμαντάριστη (ἀιλάδα=ἀγελάδα) Κόρθ. β) Ὁ δυσκόλως δυνάμενος νὰ τύχῃ περιποιήσεως (διὰ βαθὺ γῆρας ἢ βαρεῖαν ἀσθένειαν) Πελοπν. (Τρίκκ.) 3) Ὁ μὴ διοικούμενος καλῶς Πελοπν. (Κορινθ.) : Σπίτι ἀκουμαντάριστο. 4) Ὁ μὴ προετοιμασθείς, ἀπροετοίμαστος Πελοπν. (Κορινθ): Τοῦ εἶπα νὰ πάῃ ᾿ς τὴ δουλε͜ιά, ἀλλ’ εἶναι ἀκουμαντάριστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA