ἁδρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁδρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁδρίζω Πόντ. (Χαλδ.) ἁdρίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁδρός. Πβ. μεταγν. ἁδρῶ.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι σκληρός, σκληρύνομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Σὰ γρινόκουκκα ᾽σαι, καμένε ἐκεῖνα ὅσο dὰ μαερεύγει κἀνεὶς ἁdρίζουνε καὶ σένα ὅσο σὲ καλοπιˬάνει, τόσο λωλαίνεσαι. 2) Γίνομαι δριμύς, ταγγίζω Πόντ. (Χαλδ.) Πβ. ἁδρεύω, ἁδρύνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/