ἀκουμμέρκιˬαστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουμμέρκιˬαστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκουμμέρκιˬαστα ἐπίρ. ἀμάρτ. ἀκ’μμέρκιˬαστα Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκουμμέρκιˬαστος.
Σημασιολογία
1) Κυριολ. ἄνευ καταβολῆς τελωνειακοῦ δασμοῦ ἢ ἄνευ τελωνειακοῦ ἐλέγχου, ἀτελωνίστως, ἀνεξελέγκτως. 2) Μεταφ. ἀπερισκέπτως: Αὐτὸς δὲ βαστᾷ λουγαριˬασμό, πέρι’ κι᾿ δί’ ἀκ’μμέρκιαστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA