ἀγριοχοιρίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοχοιρίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοχοιρίδι τό, ἀμάρτ. ἀγριοοιρίδι Χίος
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγριοχοιρίδιν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 7071 (ἔκδ. JSchmitt σ. 458) «οὕτως τοὺς ἐκατέσφαξαν ὡσὰν ἀγριοχοιρίδια».
Σημασιολογία
Τὸ μικρὸν ἀγριογούρουνο, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Παίρνει τσαὶ πά’ τσ᾿ εὑρίσκει τον ἀγριˬοοιρίδια βόσκει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA