ἀγριοχόρταρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοχόρταρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοχόρταρο σύνηθ. ἀγριουχόρταρου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγροχόρταρον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. χορτάρι. Διὰ τὸν μεταπλασμὸν εἰς -ο πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170 κἑξ. 179 κἑξ.
Σημασιολογία
Πᾶν αὐτοφυὲς χόρτον ἔνθ’ ἀν.: Βγάνου τ᾽ ἀγριουχόρταρα ἀπ’ τοὺ σ᾿τάρ᾽ Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA