ἀγριˬόψαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριˬόψαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριˬόψαρο τό, Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ψάρι.
Σημασιολογία
Ὁ πολὺ ἄγριος ἰχθύς : ᾎσμ. Νά σε φυτέψω ᾿ς τὸ βουνό, | σκιάζομαι γιὰ τ᾽ ἀγριμικό, νά σε φυτέψω ᾿ς τὸ γιˬαλό, | σκιάζομαι γιὰ τ᾿ ἀγριˬόψαρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA