ἁδρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁδρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁδρὸς ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ. Σίλατ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ.) ἁρdὸς Καππ. (Σίλατ.) ἀγρὸς Κύπρ. ἁδρὲ Τσακων. ἁτσὲ Τσακων. ἁτὲρ Τσακων. ἁδρὲς Δ.Κρήτ. ἁδρὺς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.) ἁdρὺς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἁδρός. Τὸ ἁδρὺς καὶ μεσν. Διὰ τὸν σχηματισμόν του ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,13.

Σημασιολογία

1) Πυκνός, ἐπὶ χόρτου Ἀντικύὓθ. Δ.Κρήτ. 2) Μέγας Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Καππ. (Σινασσ. Φάρασ.) Στερελλ. (Λαμ.) Τσακων κ.ἀ.: Ταύρισαν τ’ ἁδρὰ τὰ μαχαίρε (ἐτραύιξαν τὰ μεγάλα μαχαίρια) Φἀρασ. Ἁδρὸ χτέν’ (κτένιον μὲ μεγάλους ὀδόντας) Σινασσ. Ἀτὰ δουλεία ὄι (μεγάλη ἐργασία δὲν είναι) Τσακων. Ἀτὰ γενία (μεγάλη γενεὰ) αὐτόθ. 3) Μεστός, γεμᾶτος, ἐπὶ καρπῶν καὶ δὴ δημητριακῶν Καππ. (Σινασσ.) Κύπρ. Κῶς Νάξ. κ.ἀ.: Σιτάριν ἁδρὸν Κύπρ. Ἁδρὸ γένν’μα Σινασσ. Ἁδρεˬὰ φασόλιˬα Νάξ. Πβ. ἁδροκούκκι. β) Χονδρός, εὐμεγέθης Θρᾴκ. (Κομοτ.) Καππ. (Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ.) Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἔρριψεν ἁδρὸν χαλάζιν Κύπρ. || ᾊσμ. Κιˬ ἀρχίζει νὰ τὴνε φιλῇ καὶ πέφτει ἁdρὺ χαλάζι Ἀπύρανθ. Θεέ μου, βρέξι, χιˬόνισι, τ᾿ ἁδρὺ χαλάζι ρῖξι Αἰτωλ. Κιˬ ἀφέντης μας καμάρουνι πῶς νὰ καβαλλικέψῃ, γιˬατ’ ἦταν σέλλα του χρυσῆ, τοὺ αλιβάρ’ τ᾿ ἀσήμι, κὶ τὰ σκαλουπατήματα ἁδρὺ μαργαριτάρι Θρᾴκ. Νὰ κάνου τοὺ στιφάνι σου ἁδρὺ μαργαριτάρι Κομοτ. γ) Παχύς, εὐτραφής, ἐπὶ ζῴων Καππ. (Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ.) 4) Λιπαρὸς Πόντ. (Ἀμισ.) 5) Νωπὸς Πόντ (Ἀμισ.) 6) Τραχύς, σκληρὸς τὴν ἐπιφάνειαν, ἐπὶ πραγμάτων Δαρδαν. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κρήτ. Κῶς Μακεδ. Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἁδρὺ ὄργο-παννὶ (ὅργο=νῆμα) Κρήτ. Ἁδρεˬὰ μαλλιˬὰ Αἰτωλ. Σαρεκκλ. Ἡ χέρα μου ἀπὸ τὸν ἀσβέστη εἶναι ἁδρεˬὰ Κῶς Φύλλα ἁδρεὰ αὐτόθ. Ἁδρεὰ ἀμύγδαλα Σκόπ. Πῶς γί᾽κι ἁδρὺ τοὺ πρόσουπό τ’! αὐτόθ. || ᾎσμ. Κὶ παίρνου τοὺ δρουμὶ δρουμὶ, τ᾿ ἁδρὺ τοὺ μουνουπάτι Αἶν. 7) Δριμύς, ὀξὺς Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Λευκ. Πελοπν. Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Τραπ.) κ.ἀ.: Κρασὶ ἆδρὺ Ζαγορ κ. ἀ. Τ᾿ ὀξίδ’ πολλὰ ἀδρὺν ἕν᾿ Τραπ. || Παροιμ. Τ᾿ ἁδρὺ ξίδι τ᾿ ἀντζε͜ιό του χαλάει (ἐπὶ ὀργίλου βλάπτοντος ἑαυτὸν) Πελοπν. β) Μεταφ. ὀργίλος, δύσκολος ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,582. 8) Ταγγός, ἐπὶ βουτύρου, τυροῦ, ἐλαίου κττ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/