ἄδροσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄδροσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄδροσος ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀνέδρουσους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. δρόσος. Ὅτι ἡ λ. παλαιὰ μαρτυρεῖ τὸ μεταγν. ἀδροσία.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ δροσερός, ὑπόξηρος ἔνθ’ ἀν.: Βασιλικὸς ἄδροσος Τριφυλ. Πεπόνι-φροῦτο ἄδροσο αὐτόθ. || Φρ. Ἀνέδρουσους νὰ εἶσι! (νὰ καίεσαι καὶ νὰ μὴ δροσίζεσαι εἰς τὸν ἄλλον κόσμον! Ἀρὰ) Αἰτωλ. 2) Μεταφ. ἄχαρις, στερούμενος χάριτος, ἐπὶ ἀνθρώπου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀνέδρουσους οὑλότιλα αὐτὸς οὐ ἄνθρουπους. Παντρεύτ’κι κὶ πῆρι ἀνέδρουσ’ ’ναῖκα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/