ἀδρὺ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδρὺ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδρὺ τό, Μακεδ. Ψαρ. ἀντρὺ Μακεδ. Σίφν. ἴδρυ Σέριφ. Σῦρ ἴντρυ Σίφν. Σῦρ. Χίος νιδρὺ Θήρ. Μύκ. Τῆν. νίδρυ Θήρ. Νίδρ.’ Μύκ. νίντρυ Σίφν. οὔντρυ Σῦρ. Χίος ἀντρυὰ ἡ, Σκῦρ. ἀdρυὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀδρὰ Μακεδ. (Σιάτ.) ἀdρυᾶς ὁ, Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἄδρυον. Πβ. Ἡσύχ. «ἄδρυα. οἱ τύλοι ἀρότρου, δι’ ὧν ὁ ἱστοβοεὺς ἁρμόζεται». Πβ. καὶ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾶ. 27 (1915) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 62 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ξυλίνη ἢ σιδηρᾶ σφὴν συνδέουσσ. τὸν ἱστοβοέα μετὰ τοῦ ζυγοῦ ἔνθ’ ἀν. 2) Ράβδος ποιμενικὴ Μακεδ. (Σιάτ.): ᾎσμ. Μὶ τὴ φλουέρα τὰ λαλεῖ, μὶ τὴν ἀδρὰ τὰ διˬώχνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA