ἁδρυνίσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁδρυνίσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁδρυνίσκω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδρύνω.
Σημασιολογία
᾿Αμτβ. γίνομαι ἀδρός, χονδρός, μεστοῦμαι, συνήθως ἐπὶ καρπῶν καὶ δὴ δημητριακῶν: Ὥσπου πάν ἁδρυνίσκουν τὰ σιτάρκα ποῦ σπείραμεν. ᾿Èν νὰ ἁδρύνουν τὰ λουβκιˬὰ ’ποὺ τὰ νερὰ (’ὲν νὰ=θενά, θά). Ἅδρυνεν τὸ πρόσωπόν σου. Καὶ μετβ. κάμνω τι ἁδρόν, χονδροειδές, μέγα τὸν ὄγκον, μεγεθύνω: Μὲν ἀδρυνίσκῃς τὰ πλουμιˬά. Μὲν ἀδρύνῃς τὲς θηλε͜ιὲς τῶν κουμπιˬῶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA