ἀδυνάτισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδυνάτισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδυνάτισμα τό, Νἀξ. ἀδυνάτ’σμα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδυνατίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἐξασθένησις, ἐξάντλησις ἔνθ’ ἀν.: Ἔπαθι ἕνα ἀδυνάτ’σμα ποῦ δὲν μπουρεῖ νὰ πάρ’ τὰ πουδάριˬα τ᾿ κουντὰ Αἰτωλ. Ἔνα ἀδυνάτισμα ποῦ ’ χει τὸ γουρούνι! Νάξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA