ἀδυστύχητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδυστύχητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδυστύχητος ἐπίθ. Θεσσ. ἀδυστύ’στους Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δυστυχητὸς<δυστυχῶ Ὁ τύπ. ἀδυστύ’ στους κατ’ ἀναλογ. τῶν ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγομένων.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑποστὰς δυστυχίας ἐν τῇ ζωῇ του, ὁ μὴ δυστυχήσας ἔνθ’ ἀν.: Πέρασε τὸν καιρό του ἀδυστύχητος Θεσσ. Συνών. ἀδυστύχιˬαστος, ἀδυστύχιˬωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/