ἀεὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀεὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀεὶ ἐπίρρ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίρρ. ἀεί.

Σημασιολογία

Ἐν τῇ φρ. ᾿ς τὸ νῦν καὶ ἀεὶ=ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, εἰς ἀκρότητα (ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς φράσεως «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνιον. Ἀμήν!», ἡ ὁποία λέγεται εἰς τὸ τέλος ἐκφωνήσεων καὶ εὐχῶν): Εἶναι ᾿ς τὸ νῦν καὶ ἀεί! Ἔφτασε ᾿ς τὸ νῦν καὶ ἀεί. Ἤρθαμε ᾿ς τὸ νῦν καὶ ἀεὶ νἀ δαρθοῦμε. Πβ. ἀμήν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/