Τεκμήρια από Όλα τα κέντρα

<< 10 10 >>

Σύνολο: 316214

volt

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μονάδα ηλεκτρικής δύναμης ίσης με την ποσότητα ηλεκτρεγερτικής δύναμης η οποία προκαλεί σταθερό ρεύμα ενός αμπέρ (A) να διατρέξει αντίσταση 1ωμ (Ω).

volt-ampere

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μονάδα μέτρησης της αέργου ισχύος του ηλεκτρικού ρεύματος ίση με το γινόμενο ενός βολτ (V) επί ένα αμπέρ (A).

voltage

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η ποσότητα ηλεκτρεγερτικής δύναμης η οποία υπάρχει μεταξύ δύο σημείων και μετράται σε βολτ (V).

volume

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

volume de travail

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

volume de travail

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

volume de travail maximal

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

volume de travail utile

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

volume utile

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

vote bloquée, vote globale

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Διαδικασία στη Γαλλία η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να υποχρεώσει τη βουλή να αποφανθεί με μία μόνο ψηφοφορία για νομοθετικό κείμενο που συζητείται, χωρίς να μπορεί να επιφέρει τροπολογίες πέρα από εκείνες που έχει προτείνει ή αποδεχθεί η κυβέρνηση.

vraquier

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Γενική ονομασία των πλοίων που μεταφέρουν χύδην ξηρό φορτίο. (Τομέας : Εμπορική ναυτιλία / Θαλάσσιες μεταφορές)

vulgarisation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή
<< 10 10 >>