Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα μετά το 1922
Ελισάβετ Κοντογιώργη
Τακτική ερευνήτρια ΚΕΙΝΕ
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 αποτελεί μια ιστορική τομή που καθόρισε την πορεία του νεοελληνικού κράτους. Με τη Σύμβαση της Λωζάννης (30/1/1923) για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κορυφώθηκαν οι δημογραφικές ανακατατάξεις στην Νοτιοανατολική Ευρώπη που είχαν ξεκινήσει από τους Βαλκανικούς πολέμους. Η μαζική είσοδος στην Ελλάδα 1.200.000 προσφύγων, αποστερημένων στην πλειονότητά τους από κάθε περιουσιακό στοιχείο, ανέτρεψε τις υπάρχουσες ισορροπίες στο επίπεδο των οικονομικών σχέσεων και δημιούργησε σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα. Η εγκατάστασή τους ήταν για την Ελλάδα, μια μικρή χώρα, διχασμένη πολιτικά και αποσταθεροποιημένη από την παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων στο μικρασιατικό μέτωπο, με μια οικονομία κατά βάση αγροτική, μια μεγάλη πρόκληση, την οποία αντιμετώπισε με την υποστήριξη της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ).
Η ελληνική κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1923 ζήτησε τη συνδρομή της ΚτΕ, η οποία δέχτηκε να μεσολαβήσει στις διεθνείς χρηματαγορές για την εξεύρεση των αναγκαίων πόρων, με την προϋπόθεση ότι τη διαχείριση του δανείου και το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων θα αναλάμβανε αυτόνομος οργανισμός υπό την εποπτεία της. Με το πρωτόκολλο της Γενεύης (29 Σεπτεμβρίου 1923) ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π.), στο τετραμελές συμβούλιο της οποίας επικεφαλής τέθηκαν δύο ξένοι διορισμένοι από την ΚτΕ. Στα τέλη του 1924 εκδόθηκε το λεγόμενο προσφυγικό δάνειο ονομαστικού ύψους 12,3 εκατομμυρίων λιρών με υψηλά επιτόκια, παρόλο που προοριζόταν για ανθρωπιστική βοήθεια. Το 1927 η ελληνική κυβέρνηση συνήψε το λεγόμενο τριμερές δάνειο και έθεσε στη διάθεση της Ε.Α.Π. άλλα 5 εκατομμύρια λίρες για να συνεχίσει το έργο της.
Η Ε.Α.Π. λειτούργησε από το Νοέμβριο του 1923 μέχρι το Δεκέμβριο του 1930, οπότε εξαντλήθηκαν οι πόροι της. Ανέλαβε να αποκαταστήσει σε παραγωγική απασχόληση τους πρόσφυγες και τους «ανταλλάξιμους», που υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν από τη Τουρκία, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Λωζάννης, τους «μετανάστες» από τη Βουλγαρία σύμφωνα με τη Σύμβαση του Neuilly (1919), και τους πρόσφυγες από τη Ρωσία (Καύκασο) και από την Τουρκία οι οποίοι είχαν αφιχθεί στην Ελλάδα πριν από το 1922. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, εγκαταστάθηκαν σε όλη την επικράτεια 1.222.849 άτομα. Η Ε.Α.Π. εγκατέστησε σε αγροτικές περιοχές, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, 570.156 πρόσφυγες και το Υπουργείο Γεωργίας 8.669. Οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα, στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο την Πάτρα, το Ηράκλειο και στις βορειοελλαδικές πόλεις. Ο εποικισμός της Μακεδονίας και της Θράκης συνέβαλε στη συγχρονική αστικοποίηση και αγροτοποίηση των βορείων επαρχιών και στην αναμόρφωση της εθνογραφικής τους σύνθεσης με αδιαμφισβήτητη την υπεροχή του ελληνικού στοιχείου.
Η Ε.Α.Π. διέθεσε το 86,35% από το σύνολο των πόρων της για την αγροτική αποκατάσταση σε γαίες που το ελληνικό κράτος είχε αναλάβει την υποχρέωση να της παράσχει, προκειμένου να αυξηθεί η αγροτική παραγωγή και να τραφεί ο πληθυσμός. Φρόντισε για τη στέγαση των προσφύγων και τους διένειμε κλήρους, ζώα, σπόρο και στοιχειώδη εργαλεία υπό μορφή δανείων. Υποστήριξε τη βιωσιμότητα των οικισμών με έργα υποδομής μικρής κλίμακας. Για την εγκατάσταση των καλλιεργητών χρησιμοποιήθηκαν τα κτήματα των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων και βουλγάρων μεταναστών, και γαίες από την αγροτική μεταρρύθμιση του 1923, συνολικά 8.390.444 στρέμματα. Η εκτέλεση των δημόσιων παραγωγικών έργων που είχαν ξεκινήσει το 1925 επεκτάθηκαν μετά το 1928 με τις συμβάσεις που υπέγραψε η κυβέρνηση Βενιζέλου , υποστήριξαν το εποικιστικό πρόγραμμα και διεύρυναν την αγροτική παραγωγή.
Το πρόγραμμά της Ε.Α.Π. για την αστική εγκατάσταση περιορίστηκε στην παροχή στέγης. Δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα της απασχόλησης με εξαίρεση τη δανειοδότηση ορισμένων βιοτεχνικών επιχειρήσεων ή τη δημιουργία ορισμένων προσφυγικών συνοικισμών κοντά σε βιομηχανικά καταστήματα. Χιλιάδες πρόσφυγες των πόλεων, το 1/5 του συνόλου, έμειναν σε παραγκουπόλεις εκτεθειμένοι στις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής ύφεσης μετά το 1929 και της κατοχής και προσχώρησαν μαζικά στο Ε.Α.Μ..
Κρίσιμης σημασίας για το πρόγραμμα της αποκατάστασης, κυρίως των αστών, ήταν η υποχρέωση του κράτους να αποζημιώσει τους πρόσφυγες για τις εγκαταλειφθείσες περιουσίες τους, σύμφωνα με τη ρήτρα περί ανταλλαγής των περιουσιών που αποτέλεσε μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης. Το 1926 η ελληνική κυβέρνηση χορήγησε προσωρινή αποζημίωση στους δικαιούχους με ομολογίες που εκδόθηκαν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος που είχε αναλάβει τη διαχείριση των κτημάτων των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων. Με τη Συμφωνία της Άγκυρας της 10ης Ιουνίου 1930 η Ελλάδα και η Τουρκία παραιτήθηκαν από την εκτίμηση των περιουσιών και κάθε αξίωση. Το ελληνικό κράτος αποζημίωσε τους πρόσφυγες με το 15% της αξίας της εκτιμημένης περιουσίας τους, γεγονός με σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις.
Η υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών, σε μια πρωτοφανή σε μέγεθος κλίμακα, και η μετεγκατάστασή τους χωρίς επαναστατικές ανατροπές, παρά τις αδυναμίες και παραλείψεις που σημειώθηκαν, ήταν ένα επικών διαστάσεων έργο που επιτεύχθηκε με τη συνεργασία και το συντονισμό των φορέων σε πολλαπλά επίπεδα εθνικό, διεθνές και τοπικό.